-
1 χαραδρόομαι
A to be broken into clefts by mountain-streams, to be full of gullies,χώρη κεχαραδρωμένη Hdt.2.25
;ὡς ἂν χαραδρωθείη ὁ χῶρος Id.7.176
: metaph., οἱ πόροι χαραδροῦνται the pores are widened into large channels, Hp.Flat.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαραδρόομαι
См. также в других словарях:
χαραδρούμαι — όομαι, ΜΑ [χαράδρα] (για τόπο) 1. σχηματίζω χαράδρα, αποκτώ χαράδρα, διανοίγεται χαράδρα στην επιφάνεια μου 2. είμαι γεμάτος χαράδρες αρχ. μτφ. διανοίγομαι, διευρύνομαι («οἱ πόροι χαραδροῦνται», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek